- εξιδιάζει
- (AM ἐξιδιάζομαιΜ και έξιδιάζω)νεοελλ.απρόσ. εξιδιάζει1. αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα2. αρμόζειαρχ.-μσν.έξιδιάζομαισφετερίζομαι, ιδιοποιούμαιμσν.έξιδιάζωέχω εντελώς ιδιαίτερα γνωρίσματα, δεν μοιάζω με άλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιδιάζω (< ίδιος «ιδιαίτερος»)].
Dictionary of Greek. 2013.